- διαστολέως
- διαστολέω̆ς , διαστολεύςinstrument for examining cavitiesmasc gen sgδιαστολεύςinstrument for examining cavitiesmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαστολέας — και διαστολεύς, ο (Α διαστολεύς) [διαστέλλω] νεοελλ. 1. (χειρουργ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στομίων ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας τού σώματος, όπως τής μήτρας, τού στόματος κ.λπ. 2. ιατρ. μυς τού σώματος που χρησιμεύει για… … Dictionary of Greek